- ἀπέπτων
- ἄπεπτοςuncookedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπεπτῶν — ἀπεπτέω suffer from indigestion pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζωτόρροια — Αύξηση της ποσότητας του αζώτου που περιέχεται στα κόπρανα, σε σύγκριση με το άζωτο που εισέρχεται στον οργανισμό με την τροφή. Η αύξηση αυτή αποτελεί σημαντικό σύμπτωμα της ανεπάρκειας του παγκρέατος και μπορεί να διαγνωστεί σε μερικές… … Dictionary of Greek